Ο κυνηγός

Μία ιστορία από την Παλαιστίνη

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άντρας που ήταν κυνηγός και το όνομά του ήταν Κυνηγός. Μια μέρα πήγε για κυνήγι και βρήκε ένα ελάφι. Όταν σκόπευσε το ελάφι, αυτό εξαφανίστηκε. Κοίταξε γύρω του και είδε το ελάφι σε άλλο μέρος. Το σκόπευσε ξανά και ξαφνικά το ελάφι μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο.
Ο κυνηγός έμεινε έκπληκτος. Ο άνθρωπος πλησίασε τον Κυνηγό και του είπε: "Γιατί κυνηγάς πάντα ελάφια και πουλιά; Δε νομίζεις ότι έχουν κι αυτά ιδιοκτήτη;"
"Έχω να θρέψω την οικογένειά μου κι αυτό είναι η μόνη πηγή εσόδων μας." απάντησε ο Κυνηγός.
"Πόσο μεγάλη είναι η οικογένειά σου;" τον ρώτησε.
"Δύο αγόρια, ένα κορίτσι, η γυναίκα μου κι εγώ" απάντησε ο Κυνηγός "και με αυτόν τον τρόπο βγάζουμε το ψωμί μας."
"Καλά," είπε ο άντρας, "αν σου δώσω λεφτά, θα σταματήσεις το κυνήγι;"
"Φυσικά," είπε ο Κυνηγός, "εφόσον θα έχω λεφτά, δε θα κυνηγάω πια."
Τότε ο άντρας έβγαλε πενήντα δηνάρια και τα έδωσε στον Κυνηγό. "Προτού φύγεις, ποιο είναι το όνομά σου;" ρώτησε ο άντρας.
"Είμαι ο Κυνηγός, εσύ;" είπε ο Κυνηγός.
"Λέγε με Άμπνταλαχ" απάντησε ο άντρας, "κι έχω μια οικογένεια σαν τη δική σου".

Ο Κυνηγός πήγε σπίτι, καθάρισε το όπλο του και το κρέμασε στον τοίχο. Είπε στη γυναίκα του ότι δεν πρόκειται να ξανακυνηγήσει πλέον κι ότι ο Θεός του παραχώρησε μία πηγή χρημάτων. Όμως τα χρήματα δεν άργησαν να τελειώσουν, κι έτσι ο Κυνηγός πήρε πάλι το όπλο του και πήγε για κυνήγι.
Όταν έφτασε στο συνηθισμένο του σημείο, βρήκε το ελάφι στην ίδια θέση που το είχε βρει και την πρώτη φορά. Όταν το σκόπευσε, μεταμορφώθηκε στον Άμπνταλαχ.
"Δεν κάναμε μια συμφωνία;" ρώτησε ο Άμπνταλαχ.
Ναι, αλλά τα λεφτά τέλειωσαν" είπε ο Κυνηγός, "και πεθαίνουμε της πείνας".
"Βλέπεις εκείνο το βράχο;" είπε ο Άμπνταλαχ, "Όποτε με χρειάζεσαι, θα έρχεσαι σε αυτόν και θα λες, Ω, Αδερφέ μου, Άμπνταλαχ, και θα έρχομαι αμέσως." Έδωσε τότε στον Κυνηγό άλλα πενήντα δηνάρια.

Ο Κυνηγός ευχαριστημένος γύρισε σπίτι. Όταν έδωσε τα λεφτά στη γυναίκα του, αυτή θέλησε να μάθει πού τα βρήκε. Της είπε ότι συνάντησε αυτόν τον φίλο του, ο οποίος του υποσχέθηκε να τον βοηθάει πάντα και όποτε τον χρειάζονται. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πάει σε αυτό το βράχο και να τον φωνάξει.
"Είσαι τσιγκούνης!" είπε η γυναίκα του Κυνηγού, "'Έπρεπε να τον είχες καλέσει στο σπίτι μας, να φάμε όλοι μαζί και να στηρίξουμε αυτή τη φιλία."
Έτσι ο Κυνηγός πήγε πάλι στο βράχο και φώναξε τον Άμπνταλαχ. Αφού ζήτησε συγνώμη από τον Άμπνταλαχ που δεν τον προσκάλεσε σπίτι του, ο Άμπνταλαχ επέμενε ότι ο Κυνηγός και η οικογένειά του ήταν προσκαλεσμένοι πρώτα στο δικό του σπίτι. Αφού συμφώνησαν για τις οχτώ ακριβώς το πρωί, ο Κυνηγός πήγε σπίτι του να πει τα νέα στη γυναίκα του.

Ο Κυνηγός και η γυναίκα του πήγαν και αγόρασαν ένα δώρο και πήραν και τα παιδιά μαζί τους στο βράχο. Όταν πήγαν εκεί, βρήκαν τον Άμπνταλαχ και την οικογένειά του να περιμένουν. Κάθε μέλος της οικογένειας του Άμπνταλαχ καλωσόρισε έναν έναν από την οικογένεια του Κυνηγού και έσφιξαν τα χέρια.
Μέσα σε μια στιγμή είχαν βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο. Η οικογένεια του Άμπνταλαχ ετοίμασε το γλέντι και προσκάλεσε όλους τους γείτονες, οι οποίοι έφεραν δώρα και χρήματα στον Κυνηγό και την οικογένειά του. Αφού πέρασαν αρκετή ώρα εκεί, ο Κυνηγός και η οικογένειά του μάζεψαν τα δώρα και τα χρήματα και πήγαν σπίτι.
Είχαν αρκετά χρήματα να χτίσουν ένα ωραίο σπίτι. Λίγους μήνες μετά σε μία γιορτή ο Κυνηγός πήγε να επισκεφθεί το φίλο του. Όταν ο Άμπνταλαχ εμφανίστηκε, κράτησε το χέρι του Κυνηγού και σε μία μόνο στιγμή, βρέθηκαν σε ένα άλλο μέρος. Ο Άμπνταλαχ έδωσε στον Κυνηγό χίλια δηνάρια αυτή τη φορά.

Ο Κυνηγός πήρε τα χρήματα και πήγε σπίτι. Η γυναίκα του είπε πως τώρα έχουν αρκετά χρήματα να παντρέψουν τον μεγαλύτερο γιο τους. Βρήκαν ένα όμορφο κορίτσι γι' αυτόν και καθόρισαν την ημέρα του γάμου.
Φυσικά ο Κυνηγός προσκάλεσε τον Άμπνταλαχ και την οικογένειά του στο γάμο. Ο Άμπνταλαχ ζήτησε από τον Κυνηγό να ετοιμάσει ένα ξεχωριστό δωμάτιο γι' αυτόν και για άλλα είκοσι άτομα ακόμη και να μην αφήσει κανέναν να τους πλησιάσει.
Την ημέρα του γάμου όλοι στην πόλη ήταν καλεσμένοι και ο Κυνηγός είχε κάνει αυτό που του είχε ζητήσει ο Άμπνταλαχ. Οι άνθρωποι έβλεπαν τον Κυνηγό να μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο με γεμάτους δίσκους και να βγαίνει με άδεια χέρια ενώ δεν μπορούσαν να δουν κανέναν μέσα στο δωμάτιο.
Αφού έφυγαν όλοι, ο Άμπνταλαχ ρώτησε τον Κυνηγό αν μπορούσε να πάει και να δώσει στη νύφη τα δώρα της. Μπήκαν όλοι ένας ένας μέσα και η νύφη ήταν ενθουσιασμένη με τα κοσμήματα που την έφεραν. Πριν φύγει ο Άμπνταλαχ, είπε στον Κυνηγό ότι ήταν όλοι καλεσμένοι στο σπίτι του για όλη την εβδομάδα.

Δύο κλέφτες στην πόλη γνώριζαν πού βάζει η νύφη το κουτί με τα κοσμήματά της, και μπήκαν κρυφά στο σπίτι και πήραν τα κοσμήματα όταν ο Κυνηγός και η οικογένειά του βρίσκονταν στο σπίτι του Άμπνταλαχ.
Όταν ο Κυνηγός και η οικογένειά του επέστρεψαν στο σπίτι, ανακάλυψαν τη ληστεία. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Κυνηγός τώρα ήταν να ζητήσει τη βοήθεια του φίλου του Άμπνταλαχ. Ο Άμπνταλαχ τον παρηγόρησε και του είπε να πάει πίσω και να ανοίξει το κουτί.
Όταν ο Κυνηγός πήγε πίσω και άνοιξε το κουτί, βρήκε τα διπλά από τα κοσμήματα που ήταν σε αυτό.
Ο Άμπνταλαχ πήγε στον Κυνηγό και του είπε: "Την επόμενη φορά, αδερφέ μου, που θα έρθεις να μας επισκεφθείς, εμείς θα προστατέψουμε το σπίτι σου."


Το βρήκα στη διεύθυνση:
www.barghouti.com/folklore/stories/hunter.shtml

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου