Μια σπλαχνική γυναίκα

Μια αραβική ιστορία

Μια φορά ήτανε κάποιος βασιλιάς σκληρός πολύ. Κάποια μέρα λοιπόν βγήκε ο κήρυκάς του και λέει στο λαό:

-Από σήμερα απαγορεύεται η ελεημοσύνη σε τούτο τον τόπο. Ο άρχοντάς μας το αποφάσισε κι όποιος δεν ακούσει τούτη τη διαταγή, ο δήμιος θα του κόψει τα χέρια.

Τρόμαξε ο κόσμος από το μαντάτο κι όλοι αποφεύγανε να συναντάνε φτωχούς ανθρώπους. Αλίμονο σ' εκείνους που ήταν απένταροι.

Ένα πρωινό λοιπόν έφτασε στην πόλη κάποιος ζητιάνος κι ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ήταν μια όμορφη κοπέλα.

-Δώσ' μου, κυρά μου, λίγο ψωμί κι έχω μέρες που είμαι νηστικός και κουρασμένος, της λέει.

Η γυναίκα τα 'χασε - πώς να παρακούσει τη διαταγή, γυρίζει κι αποκρίνεται:

Αχ! Άνθρωπέ μου, αν κάνω ελεημοσύνη πάει, χάθηκα, γιατί ο βασιλιάς θα μου κόψει τα χέρια.

-Ένα κομμάτι σού ζητώ και σε ξορκίζω στ' όνομα του Θεού να μου το δώσεις, της ξαναλέει ο ζητιάνος.

Και η κόρη τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε λοιπόν και του 'φερε δυο αγκωνιές φρέσκο ψωμί.

Το 'μαθε ο βασιλιάς, ταράχτηκε κι οργίστηκε πολύ που κάποιος βρέθηκε και δεν πήρε στα σοβαρά τη διαταγή του.

Να της κοπούν τα χέρια, πρόσταξε και, την άλλη μέρα το πρωί ο δήμιος πήρε με το τσεκούρι του τα χέρια της όμορφης.Έκλαψε ο κόσμος για τούτο το κακό, όμως κανένας δεν έβγαλε άχνα, γιατί ο άρχοντας δε χωράτευε.

Ύστερα από λίγο καιρό ο βασιλιάς λέει στη μάνα του:

-Μάνα, σκέφτομαι να πάρω μια όμορφη κοπέλα. Ψάξε εσύ που ξέρεις, και φέρε μου μία.

-Ό,τι ποθείς, παιδί μου, του αποκρίθηκε εκείνη. Περίμενε κι εγώ θα σου βρω μια κόρη όμορφη σαν τον ήλιο.

Έτσι, η γριά γυναίκα βάλθηκε να ψάχνει και δεν άργησε να βρει μία. Πάει λοιπόν στο γιο της και του λέει:

-Παιδί μου, σου έχω μια πεντάμορφη, σκλάβα είναι στο χαρέμι σου, μα είναι η δύστυχη μισερή.

-Και τι έχει, μάνα;

-Της λείπουν τα δύο χέρια, αποκρίθηκε η γυναίκα.

Φέρ' τη να τη δω, είπε ο άρχοντας.

Μια και δυο, πάει η γριά βασίλισσα και βρίσκει τη σκλάβα. Σαν την είδε ο άρχοντας, τα 'χασε από την ομορφιά της, μαγεύτηκε κι ευθύς την πήρε γυναίκα του κι απόκτησε μαζί της ένα γιο. Η σκλάβα τούτη ήταν η κόρη που είχε δώσει ελεημοσύνη στο ζητιάνο και για τούτο το λόγο τής είχε κόψει ο δήμιος τα χέρια.

Σαν τα 'μαθαν όλα τούτα οι άλλες γυναίκες του χαρεμιού, κόντεψαν να σκάσουν απ' τη ζήλια τους. Τι παραπάνω είχε τούτη η μισερή απ' αυτές και την παντρεύτηκε ο βασιλιάς; Άρχισαν λοιπόν σιγά σιγά να  σκαρφίζονται διάφορα για να την κατηγορήσουν. Και να τι βρήκαν: τάχα πως το παιδί του βασιλιά δεν ήταν δικό του και πως η γυναίκα του τον απατά. Κάθισαν λοιπόν όλες μαζί κι έγραψαν μια γραφή που έλεγε:

"Πολυχρονεμένε βασιλιά, η γυναίκα που έχεις είναι άτιμη και πρόστυχη και το παιδί που εσύ πιστεύεις δικό σου είναι αλλουνού".

Σαν πήρε στα χέρια του το γράμμα ο άρχοντας θύμωσε, πικράθηκε κι ευθύς πίστεψε σε τούτα τα λόγια. Δίχως λοιπόν να ρωτήσει τη γυναίκα του και δίχως να ψάξει να βρει την αλήθεια, κάλεσε τη μάνα του και της λέει:

-Πάρε τη γυναίκα μου και το παιδί της και πήγαινέ τους στην έρημο να τους φάνε τα όρνια.

Η γριά βασίλισσα ούτε που τόλμησε να ρωτήσει το γιατί. Ο γιος της ήταν τόσο θυμωμένος που δε σήκωνε λόγια. Έτσι, έσκυψε το κεφάλι της, πήρε τη γυναίκα με το παιδί και τους οδήγησε σ' απάτητο τόπο.

Έκλαιγε η όμορφη κόρη σαν έμεινε μόνη της στην άγρια ερημιά κι όλο έλεγε:

-Σπλαχνίσου με, Θεέ μου, που σε τίποτα δεν έφταιξα κι όμως τόσο άδικα πληρώνω. Μα, περισσότερο από μένα, λυπήσου το αγόρι μου, που είναι μικρό κι ανήμπορο.

Έτσι, με δάκρυα στα μάτια η όμορφη γυναίκα άρχισε να πλανιέται δίχως σκοπό. Ήταν βέβαιη πως ο θάνατος σε λίγο θα την πλησίαζε. Εκεί που βάδιζε, είδε μπροστά της ένα ποτάμι και γονάτισε να πιεί. Όμως καθώς έσκυβε για να σβήσει τη δίψα της, της γλίστρησε το παιδί που το είχε στον ώμο της κι έπεσε μέσα στο νερό. Πώς να το πιάσει η δύστυχη χωρίς χέρια; Έτσι, της πήρε το μωρό ο ποταμός κι εκείνη σωριάστηκε στην όχθη και παρακαλούσε το Θεό να πεθάνει, τώρα που η ζωή της δεν είχε πια αξία δίχως το παιδί. Εκεί λοιπόν που έκλαιγε, να 'σου δυο άντρες και παρουσιάζονται μπροστά της, σκύβουν και τη ρωτούν:

-Γιατί κλαις;

-Είχα ένα μωρό ενός χρόνου που το 'βαζα και καθόταν στον ώμο μου γιατί δεν έχω χέρια. Κι εκεί που έσκυβα να πιω νερό, μου έπεσε και το πήρε το ποτάμι.

-Θέλεις, γυναίκα, να σου φέρουμε πίσω το παιδί; ρώτησαν οι άνθρωποι.

-Και το ρωτάτε; Το θέλω ακόμα και πεθαμένο, να το θάψω μοναχή μου, αποκρίθηκε εκείνη.

Τότε οι άντρες γονάτισαν κι άρχισαν να προσεύχονται στο Θεό να δώσει πίσω στη γυναίκα το μωρό της. Κι άξαφνα τα ήσυχα νερά του ποταμού ταράχτηκαν, φούσκωσαν κι από μέσα τους ξεπετάχτηκε ζωντανό το παιδί. Βάλθηκε εκείνη να τους φιλά τα χέρια απ' τη χαρά. Τότε οι άντρες τη ρώτησαν πάλι.

-Θέλεις να σου δώσουμε πίσω τα κομμένα χέρια;

Και έπεσαν πάλι στη γη κι άρχισαν να προσεύχονται για τ' αδικοχαμένα χέρια της γυναίκας. Δεν πέρασε ώρα πολλή και να, η ωραία κοπέλα είχε αποκτήσει πάλι τα χέρια της.

-Ποιοι είστε, λοιπόν, τους ρώτησε γεμάτη έκπληξη, κι από πού έρχεστε με τόση καλοσύνη στην καρδιά;

-Κυρά, εμείς είμαστε οι δύο αγκωνιές του ψωμιού που κάποτε έδωσες στο ζητιάνο κι ήταν η αφορμή να μείνεις μισερή.

Η νέα γυναίκα τα 'χασε κι αφού τους ευχαρίστησε, τους ρώτησε:

-Και πού πάτε τώρα, καλοί μου άνθρωποι, να έρθω κι εγώ μαζί σας.

Κι εκείνοι την πήραν κοντά τους μαζί με το παιδί της και την οδήγησαν σε μια όμορφη πόλη, πάλι κοντά στον κόσμο. Εκεί η πεντάμορφη βρήκε ένα πλούσιο έμπορο που τον παντρεύτηκε κι έζησε μαζί του ευτυχισμένη.

Αυτή την ιστορία τη βρήκα στο βιβλίο:
"Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ασία)" της Αθηνάς Παπαδάκη, εκδ. Καστανιώτη, 1982.

Τρεις συμβουλές

Μία ιστορία των δερβίσηδων


Μια φορά κάποιος άνθρωπος έπιασε ένα πουλί.

"Δε σου χρησιμεύω σε τίποτε αιχμάλωτο", του λέει εκείνο. "Άσε με ελεύθερο και θα σου δώσω τρεις συμβουλές".

Το πουλί υποσχέθηκε την πρώτη συμβουλή ενόσω το κρατούσε ακόμα στο χέρι του ο άνθρωπος, τη δεύτερη μόλις πέταγε σ' ένα κλαδί, την τρίτη αφού έφτανε στην κορυφή ενός βουνού.

Ο άνθρωπος συμφώνησε και ζήτησε την πρώτη συμβουλή.

Το πουλί είπε: "Αν χάσεις κάτι, ακόμα κι αν το θεωρείς πολύτιμο όσο την ίδια τη ζωή, μην το μετανιώσεις".

Ο άνθρωπος άφησε το πουλί να πετάξει κι εκείνο πήδηξε σ' ένα κλαδί. Συνέχισε τώρα με τη δεύτερη συμβουλή:

"Μην πιστεύεις τίποτα που είναι αντίθετο με τη λογική, χωρίς αποδείξεις".

Ύστερα το πουλί πέταξε στην κορυφή ενός βουνού.
Από εκεί φώναξε:

"Δύστυχε άνθρωπε! Μέσα στην κοιλιά μου βρίσκονται δύο τεράστια πετράδια κι αν με είχες σκοτώσει, θα ήταν τώρα δικά σου!"

Ο άνθρωπος μόλο που στεναχωρήθηκε πολύ στην ιδέα του τι είχε χάσει, ρώτησε:

"Πες μου τουλάχιστον την τρίτη συμβουλή".

Το πουλί απάντησε:

"Ανόητος που είσαι να ζητάς κι άλλες συμβουλές τη στιγμή που δεν έδωσες σημασία στις δύο πρώτες! Σου είπα να μη στενοχωριέσαι για κάτι που χάθηκε και να μην πιστεύεις κάτι αντίθετο με τη λογική. Εσύ κάνεις και τα δύο τώρα. Πιστεύεις κάτι γελοίο και λυπάσαι γιατί έχασες κάτι! Δεν είμαι τόσο μεγάλο ώστε να χωράνε στην κοιλιά μου δύο τεράστια πετράδια. Είσαι ανόητος. Μείνε λοιπόν στα συνηθισμένα όρια που περιορίζεται ο άνθρωπος".

Το βρήκα στο βιβλίο:
"Ιστορίες των Δερβίσηδων", εκδ. Καστανιώτη, 1985.

Ο άνθρωπος που περπατούσε στο νερό

Μια ιστορία των δερβίσηδων

Κάποιος δερβίσης που ακολουθούσε κατά γράμμα όσα είχε μάθει, σπουδαγμένος σε μια αυστηρή θρησκευτική σχολή, περπατούσε μια μέρα σε μια ακροποταμιά.

Ο νους του ήταν στραμμένος στα ηθικά και σχολαστικά θέματα σύμφωνα με τις διδασκαλίες της σχολής των Σούφι που ανήκε. Θεωρούσε τη λατρεία και την ηθική της θρησκείας ίση και όμοια με την αναζήτηση της υπέρτατης αλήθειας.

Άξαφνα μια δυνατή φωνή διέκοψε τους συλλογισμούς του. Κάποιος επαναλάμβανε το κάλεσμα των δερβίσηδων.

"Ποιο το όφελος;" είπε με το νου του. "Ο άνθρωπος αυτός δεν προφέρει σωστά τις συλλαβές. Αντί να πει για χου λέει ου για χου ".

Ύστερα κατάλαβε πως είχε υποχρέωση σαν καλύτερος και προσεκτικότερος που ήταν, να διορθώσει αυτό το δυστυχισμένο που μπορεί να μην του είχε δοθεί άλλη ευκαιρία να μάθει και γι' αυτό έκανε ό,τι μπορούσε για να συνταιριάξει τους ήχους με τις γνώσεις του.

Νοίκιασε λοιπόν μια βάρκα κι έφτασε ως το νησάκι στη μέση του ποταμού, απ' όπου φαινόταν να έρχεται η φωνή.

Βρήκε έναν άνθρωπο καθισμένο σε μια καλαμένια καλύβα, ντυμένο με τα ρούχα του δερβίση, ν' ακολουθεί ρυθμικά με το σώμα τη μελωδία της αρχικής φράσης που επαναλάμβανε.

"Φίλε μου", είπε ο πρώτος δερβίσης, "προφέρεις λάθος τη φράση. Είναι καθήκον μου να σου το πω γιατί ανταμείβεται τόσο εκείνος που δίνει όσο κι εκείνος που δέχεται συμβουλές. Αυτός είναι ο τρόπος που το προφέρεις". Κι έπιασε και του εξήγησε.

"Σ' ευχαριστώ", αποκρίθηκε ταπεινά ο άλλος δερβίσης.

Ο πρώτος δερβίσης μπήκε ξανά στη βάρκα του όλο ικανοποίηση που είχε κάνει μια καλή πράξη. Λεγόταν άλλωστε ότι εκείνος που μπορούσε να επαναλάβει την ιερή φράση σωστά, μπορούσε να περπατήσει ακόμα και πάνω στα κύματα, κάτι που δεν είχε ποτέ του δει, μα πάντα ήλπιζε να κατορθώσει.

Δεν ακουγόταν τώρα τίποτα από την καλαμένια καλύβα, μα ήταν βέβαιος πως το μάθημα είχε πιάσει τόπο. Τότε άκουσε ένα φάλτσο γιου χα, καθώς ο δεύτερος δερβίσης ξανάλεγε τη φράση με τον παλιό του τρόπο.

Κι ενώ ο πρώτος δερβίσης συλλογιζόταν πώς διαστρεβλώνουν οι άνθρωποι τα πράγματα και πώς επιμένουν στο λάθος τους, αντίκρισε ξαφνικά ένα παράξενο θέαμα. Ο άλλος δερβίσης ερχόταν από το νησάκι προς το μέρος του περπατώντας πάνω στο νερό...

Ξαφνιασμένος, άφησε από τα χέρια του τα κουπιά. Ο δεύτερος δερβίσης πλησίασε και είπε:

"Αδερφέ, συγχώρα με που σε ανησυχώ, μα βγήκα να σε ρωτήσω πάλι τον τρόπο να προφέρω τη φράση γιατί δυσκολεύομαι να τη θυμηθώ".


Την ιστορία αυτή τη βρήκα στο βιβλίο:
"Ιστορίες των δερβισάδων"  από τις εκδόσεις Καστανιώτη, 1985.

Γιατί ο ήλιος και η σελήνη ζουν στον ουρανό

Μία παραδοσιακή ιστορία από την Αφρική


Πριν πολλά χρόνια ο ήλιος και το νερό ήταν πολύ καλοί φίλοι και ζούσαν μαζί πάνω στη γη.
Ο ήλιος συνήθιζε να επισκέπτεται συχνά το νερό, αλλά το νερό ποτέ δεν ανταπέδιδε τις επισκέψεις.

Στο τέλος, ο ήλιος ρώτησε το νερό γιατί δεν τον επισκεπτόταν. Το νερό απάντησε ότι το σπίτι του ήλιου δεν ήταν αρκετά μεγάλο κι ότι αν ερχόταν το νερό μαζί με όλους τους φίλους του, θα αναγκαζόταν ο ήλιος να βγει από το σπίτι του.

Το νερό τότε είπε "Αν θέλεις να σε επισκεφθώ, θα πρέπει να χτίσεις ένα πολύ μεγάλο σπίτι. Αλλά σε προειδοποιώ ότι θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλο, διότι οι φίλοι μου είναι πάρα πολλοί και χρειάζονται πολύ χώρο."

Ο ήλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πολύ μεγάλο σπίτι, και αμέσως μετά επέστρεψε σπίτι του, στη γυναίκα του, τη σελήνη, που τον υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Ο ήλιος είπε στη σελήνη τι είχε υποσχεθεί στο νερό, και την επόμενη μέρα άρχισαν να χτίζουν ένα τεράστιο σπίτι για να υποδεχτούν το νερό μαζί με όλους τους φίλους του.

Όταν ολοκληρώθηκε το σπίτι, ο ήλιος ζήτησε από το νερό να έρθει να τον επισκεφθεί.

Όταν έφτασε το νερό, ένας από τους ανθρώπους του φώναξε έξω τον ήλιο και τον ρώτησε αν ήταν αρκετά ασφαλές για το νερό να μπει, και ο ήλιος απάντησε:
"Ναι, πες στον φίλο μου να μπει μέσα".

Το νερό άρχισε να ρέει μέσα στο σπίτι ακολουθούμενο από τα ψάρια και όλα τα άλλα ζώα της θάλασσας.

Πολύ σύντομα το νερό έφτασε έως τα γόνατα μέσα στο σπίτι, και τότε ρώτησε τον ήλιο αν ήταν ακόμα ασφαλές, και ο ήλιος είπε ξανά "Ναι". Έτσι, μπήκαν ακόμα περισσότεροι μέσα.

Όταν το νερό έφτασε σε ύψος ενός ανθρώπου, ρώτησε τον ήλιο "Θέλεις να μπουν και άλλοι φίλοι μου;"

Χωρίς να ξέρουν τι πρόκειται να συμβεί, ο ήλιος και η σελήνη απάντησαν μαζί "Ναι". Έρχονταν και έρχονταν οι φίλοι του νερού μέχρι που ο ήλιος και η σελήνη αναγκάστηκαν να ανέβουν στη στέγη του σπιτιού.

Το νερό για μία ακόμη φορά ρώτησε τον ήλιο αν ήταν ακόμη σωστό να συνεχίσουν να μπαίνουν. Ο ήλιος και η σελήνη απάντησαν "Ναι", κι έτσι, όλο και περισσότεροι φίλοι του νερού έμπαιναν μέσα.

Το νερό σύντομα ξεχείλισε από τη  στέγη του σπιτιού, και ο ήλιος με τη σελήνη αναγκάστηκαν να φύγουν από κει και να πάνε στον ουρανό.

...κι εκεί ζουν από τότε.

Το βρήκα εδώ:
http://worldoftales.com/African_folktales/African_Folktale_10.html