Περί βασιλέων



Μια ιστορία του Πέρση ποιητή Saadi από τον "Κήπο με τα Ρόδα"

Ένας βασιλιάς είχε καταδικάσει σε θάνατο έναν αιχμάλωτο πολέμου και επρόκειτο να γνεύσει για τη θανάτωσή του. Ο δυστυχισμένος εκείνος, μην έχοντας πια καμιά ελπίδα, είπε στο βασιλιά, στη γλώσσα του, όλες τις βρισιές που μπορούσε να φανταστεί - γιατί η απόγνωση δε γνωρίζει μέτρο - η νικημένη γάτα βγάζει τα μάτια του τίγρη και, μπροστά στο αδιέξοδο, αρπάζει κανείς με το χέρι του γυμνό την κοφτερή σπάθα του εχθρού του.


Ο βασιλιάς ρώτησε λοιπόν τι έλεγε εκείνος ο άνθρωπος.


"Ω, βασιλιά", είπε ο αυλικός, "ο δύσμοιρος αυτός φωνάζει ότι ο παράδεισος είναι για εκείνους που συγχωρούν και σίγουρα ελπίζει ότι τα λόγια τούτα θα γίνουν τα ιστία που θα τον οδηγήσουν στο λιμάνι της επιείκειάς σου".


Πράγματι, ο βασιλιάς συγκινήθηκε και του χάρισε τη ζωή. Ένας άλλος αυλικός, εχθρός του πρώτου, είπε τότε:


"Είναι ανάξιο, άνθρωποι σαν και του λόγου μας να μη λέμε την αλήθεια μπροστά στο βασιλιά. Αυτός ο αιχμάλωτος πρόφερε μόλις εναντίον του τις πιο φριχτές ύβρεις".


Ο αυθέντης, κοιτάζοντάς τον οργισμένα, του απάντησε:


"Το ψέμα εκείνου είναι ανθρώπινο, ενώ η δική σου αλήθεια είναι απάνθρωπη: εκείνος θέλησε να σώσει έναν δυστυχισμένο, ενώ εσύ είχες σκοπό να τον οδηγήσεις στο χαμό. Το ψέμα που φέρνει τη σωτηρία είναι καλύτερο από την αλήθεια που εγκυμονεί την καταστροφή. Δυστυχία στον ευνοούμενο που δε δίνει τις συμβουλές του παρά μόνο για να κάνει κακό".

Το κόκκινο και μπλε παλτό

Μια ιστορία από την Αφρική

Μια φορά ήταν δύο παιδιά που ήταν πολύ καλοί φίλοι και έτσι σκόπευαν να μείνουν για πάντα. Όταν μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν, έχτισαν τα σπίτια τους αντικριστά το ένα στο άλλο. Ένα μικρό μονοπάτι χώριζε τις δύο φάρμες τους που βρίσκονταν απέναντι.

Μια μέρα ένας κατεργάρης από το χωριό αποφάσισε να τους κάνει μία φάρσα. Φόρεσε ένα δίχρωμο παλτό που από τη μία πλευρά ήταν κόκκινο και από την άλλη μπλε.

Ο κατεργάρης φόρεσε αυτό το παλτό και περπάτησε στο στενό μονοπάτι που περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια των δύο φίλων. Αυτοί δούλευαν στα χωράφια τους ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο κατεργάρης έκανε αρκετό θόρυβο καθώς περνούσε, ώστε να είναι σίγουρος ότι θα γυρίσουν και οι δύο να τον κοιτάξουν.

Στο τέλος της μέρας ο ένας φίλος είπε στον άλλο: "Δεν ήταν πολύ ωραίο το κόκκινο παλτό που φορούσε αυτός σήμερα;"

"Όχι", απάντησε ο άλλος. "Ήταν μπλε το παλτό".

"Είδα τον άνθρωπο καθαρά όπως περνούσε ανάμεσά μας!" είπε ο πρώτος, "Το παλτό του ήταν κόκκινο."

"Κάνεις λάθος!" είπε ο άλλος άντρας, "Το είδα κι εγώ, και ήταν μπλε!"

Συνέχισαν να διαφωνούν προσβάλλοντας ο ένας τον άλλο και σιγά σιγά άρχισαν να χτυπιούνται και να κυλιούνται στο έδαφος.

Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο κατεργάρης και τους είδε να χτυπιούνται με μπουνιές και κλωτσιές και να φωνάζουν: "Η φιλία μας ΤΕΛΕΙΩΣΕ!"

Ο κατεργάρης προχώρησε προς το μέρος τους και τους έδειξε το παλτό. Γέλασε με τον γελοίο  καβγά τους. Οι δύο φίλοι είδαν τότε ότι το παλτό του ήταν μπλε από τη μία μεριά και κόκκινο από την άλλη.

Οι δύο φίλοι σταμάτησαν τότε να καβγαδίζουν και φώναξαν στον κατεργάρη: "Ζήσαμε δίπλα δίπλα σαν αδέρφια όλη μας τη ζωή και φταις εσύ τώρα που μαλώσαμε. Άρχισες έναν πόλεμο ανάμεσά μας."

"Μην κατηγορείτε εμένα για τη μάχη", απάντησε ο κατεργάρης. "Δεν σας έκανα εγώ να μαλώσετε. Και οι δύο έχετε άδικο, και οι δύο έχετε δίκιο. Ναι, αυτό που είδε ο καθένας σας ήταν αλήθεια. Μαλώνετε επειδή κοιτάξατε το παλτό μου μόνο από τη δική σας οπτική γωνία."


Αυτή την ιστορία τη βρήκα εδώ:
http://worldoftales.com/African_folktales/African_Folktale_7.html