RSS
Wecome to my Blog, enjoy reading :)

Περί βασιλέων



Μια ιστορία του Πέρση ποιητή Saadi από τον "Κήπο με τα Ρόδα"

Ένας βασιλιάς είχε καταδικάσει σε θάνατο έναν αιχμάλωτο πολέμου και επρόκειτο να γνεύσει για τη θανάτωσή του. Ο δυστυχισμένος εκείνος, μην έχοντας πια καμιά ελπίδα, είπε στο βασιλιά, στη γλώσσα του, όλες τις βρισιές που μπορούσε να φανταστεί - γιατί η απόγνωση δε γνωρίζει μέτρο - η νικημένη γάτα βγάζει τα μάτια του τίγρη και, μπροστά στο αδιέξοδο, αρπάζει κανείς με το χέρι του γυμνό την κοφτερή σπάθα του εχθρού του.


Ο βασιλιάς ρώτησε λοιπόν τι έλεγε εκείνος ο άνθρωπος.


"Ω, βασιλιά", είπε ο αυλικός, "ο δύσμοιρος αυτός φωνάζει ότι ο παράδεισος είναι για εκείνους που συγχωρούν και σίγουρα ελπίζει ότι τα λόγια τούτα θα γίνουν τα ιστία που θα τον οδηγήσουν στο λιμάνι της επιείκειάς σου".


Πράγματι, ο βασιλιάς συγκινήθηκε και του χάρισε τη ζωή. Ένας άλλος αυλικός, εχθρός του πρώτου, είπε τότε:


"Είναι ανάξιο, άνθρωποι σαν και του λόγου μας να μη λέμε την αλήθεια μπροστά στο βασιλιά. Αυτός ο αιχμάλωτος πρόφερε μόλις εναντίον του τις πιο φριχτές ύβρεις".


Ο αυθέντης, κοιτάζοντάς τον οργισμένα, του απάντησε:


"Το ψέμα εκείνου είναι ανθρώπινο, ενώ η δική σου αλήθεια είναι απάνθρωπη: εκείνος θέλησε να σώσει έναν δυστυχισμένο, ενώ εσύ είχες σκοπό να τον οδηγήσεις στο χαμό. Το ψέμα που φέρνει τη σωτηρία είναι καλύτερο από την αλήθεια που εγκυμονεί την καταστροφή. Δυστυχία στον ευνοούμενο που δε δίνει τις συμβουλές του παρά μόνο για να κάνει κακό".

Το κόκκινο και μπλε παλτό

Μια ιστορία από την Αφρική

Μια φορά ήταν δύο παιδιά που ήταν πολύ καλοί φίλοι και έτσι σκόπευαν να μείνουν για πάντα. Όταν μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν, έχτισαν τα σπίτια τους αντικριστά το ένα στο άλλο. Ένα μικρό μονοπάτι χώριζε τις δύο φάρμες τους που βρίσκονταν απέναντι.

Μια μέρα ένας κατεργάρης από το χωριό αποφάσισε να τους κάνει μία φάρσα. Φόρεσε ένα δίχρωμο παλτό που από τη μία πλευρά ήταν κόκκινο και από την άλλη μπλε.

Ο κατεργάρης φόρεσε αυτό το παλτό και περπάτησε στο στενό μονοπάτι που περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια των δύο φίλων. Αυτοί δούλευαν στα χωράφια τους ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο κατεργάρης έκανε αρκετό θόρυβο καθώς περνούσε, ώστε να είναι σίγουρος ότι θα γυρίσουν και οι δύο να τον κοιτάξουν.

Στο τέλος της μέρας ο ένας φίλος είπε στον άλλο: "Δεν ήταν πολύ ωραίο το κόκκινο παλτό που φορούσε αυτός σήμερα;"

"Όχι", απάντησε ο άλλος. "Ήταν μπλε το παλτό".

"Είδα τον άνθρωπο καθαρά όπως περνούσε ανάμεσά μας!" είπε ο πρώτος, "Το παλτό του ήταν κόκκινο."

"Κάνεις λάθος!" είπε ο άλλος άντρας, "Το είδα κι εγώ, και ήταν μπλε!"

Συνέχισαν να διαφωνούν προσβάλλοντας ο ένας τον άλλο και σιγά σιγά άρχισαν να χτυπιούνται και να κυλιούνται στο έδαφος.

Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο κατεργάρης και τους είδε να χτυπιούνται με μπουνιές και κλωτσιές και να φωνάζουν: "Η φιλία μας ΤΕΛΕΙΩΣΕ!"

Ο κατεργάρης προχώρησε προς το μέρος τους και τους έδειξε το παλτό. Γέλασε με τον γελοίο  καβγά τους. Οι δύο φίλοι είδαν τότε ότι το παλτό του ήταν μπλε από τη μία μεριά και κόκκινο από την άλλη.

Οι δύο φίλοι σταμάτησαν τότε να καβγαδίζουν και φώναξαν στον κατεργάρη: "Ζήσαμε δίπλα δίπλα σαν αδέρφια όλη μας τη ζωή και φταις εσύ τώρα που μαλώσαμε. Άρχισες έναν πόλεμο ανάμεσά μας."

"Μην κατηγορείτε εμένα για τη μάχη", απάντησε ο κατεργάρης. "Δεν σας έκανα εγώ να μαλώσετε. Και οι δύο έχετε άδικο, και οι δύο έχετε δίκιο. Ναι, αυτό που είδε ο καθένας σας ήταν αλήθεια. Μαλώνετε επειδή κοιτάξατε το παλτό μου μόνο από τη δική σας οπτική γωνία."


Αυτή την ιστορία τη βρήκα εδώ:
http://worldoftales.com/African_folktales/African_Folktale_7.html

Μια σπλαχνική γυναίκα

Μια αραβική ιστορία

Μια φορά ήτανε κάποιος βασιλιάς σκληρός πολύ. Κάποια μέρα λοιπόν βγήκε ο κήρυκάς του και λέει στο λαό:

-Από σήμερα απαγορεύεται η ελεημοσύνη σε τούτο τον τόπο. Ο άρχοντάς μας το αποφάσισε κι όποιος δεν ακούσει τούτη τη διαταγή, ο δήμιος θα του κόψει τα χέρια.

Τρόμαξε ο κόσμος από το μαντάτο κι όλοι αποφεύγανε να συναντάνε φτωχούς ανθρώπους. Αλίμονο σ' εκείνους που ήταν απένταροι.

Ένα πρωινό λοιπόν έφτασε στην πόλη κάποιος ζητιάνος κι ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ήταν μια όμορφη κοπέλα.

-Δώσ' μου, κυρά μου, λίγο ψωμί κι έχω μέρες που είμαι νηστικός και κουρασμένος, της λέει.

Η γυναίκα τα 'χασε - πώς να παρακούσει τη διαταγή, γυρίζει κι αποκρίνεται:

Αχ! Άνθρωπέ μου, αν κάνω ελεημοσύνη πάει, χάθηκα, γιατί ο βασιλιάς θα μου κόψει τα χέρια.

-Ένα κομμάτι σού ζητώ και σε ξορκίζω στ' όνομα του Θεού να μου το δώσεις, της ξαναλέει ο ζητιάνος.

Και η κόρη τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε λοιπόν και του 'φερε δυο αγκωνιές φρέσκο ψωμί.

Το 'μαθε ο βασιλιάς, ταράχτηκε κι οργίστηκε πολύ που κάποιος βρέθηκε και δεν πήρε στα σοβαρά τη διαταγή του.

Να της κοπούν τα χέρια, πρόσταξε και, την άλλη μέρα το πρωί ο δήμιος πήρε με το τσεκούρι του τα χέρια της όμορφης.Έκλαψε ο κόσμος για τούτο το κακό, όμως κανένας δεν έβγαλε άχνα, γιατί ο άρχοντας δε χωράτευε.

Ύστερα από λίγο καιρό ο βασιλιάς λέει στη μάνα του:

-Μάνα, σκέφτομαι να πάρω μια όμορφη κοπέλα. Ψάξε εσύ που ξέρεις, και φέρε μου μία.

-Ό,τι ποθείς, παιδί μου, του αποκρίθηκε εκείνη. Περίμενε κι εγώ θα σου βρω μια κόρη όμορφη σαν τον ήλιο.

Έτσι, η γριά γυναίκα βάλθηκε να ψάχνει και δεν άργησε να βρει μία. Πάει λοιπόν στο γιο της και του λέει:

-Παιδί μου, σου έχω μια πεντάμορφη, σκλάβα είναι στο χαρέμι σου, μα είναι η δύστυχη μισερή.

-Και τι έχει, μάνα;

-Της λείπουν τα δύο χέρια, αποκρίθηκε η γυναίκα.

Φέρ' τη να τη δω, είπε ο άρχοντας.

Μια και δυο, πάει η γριά βασίλισσα και βρίσκει τη σκλάβα. Σαν την είδε ο άρχοντας, τα 'χασε από την ομορφιά της, μαγεύτηκε κι ευθύς την πήρε γυναίκα του κι απόκτησε μαζί της ένα γιο. Η σκλάβα τούτη ήταν η κόρη που είχε δώσει ελεημοσύνη στο ζητιάνο και για τούτο το λόγο τής είχε κόψει ο δήμιος τα χέρια.

Σαν τα 'μαθαν όλα τούτα οι άλλες γυναίκες του χαρεμιού, κόντεψαν να σκάσουν απ' τη ζήλια τους. Τι παραπάνω είχε τούτη η μισερή απ' αυτές και την παντρεύτηκε ο βασιλιάς; Άρχισαν λοιπόν σιγά σιγά να  σκαρφίζονται διάφορα για να την κατηγορήσουν. Και να τι βρήκαν: τάχα πως το παιδί του βασιλιά δεν ήταν δικό του και πως η γυναίκα του τον απατά. Κάθισαν λοιπόν όλες μαζί κι έγραψαν μια γραφή που έλεγε:

"Πολυχρονεμένε βασιλιά, η γυναίκα που έχεις είναι άτιμη και πρόστυχη και το παιδί που εσύ πιστεύεις δικό σου είναι αλλουνού".

Σαν πήρε στα χέρια του το γράμμα ο άρχοντας θύμωσε, πικράθηκε κι ευθύς πίστεψε σε τούτα τα λόγια. Δίχως λοιπόν να ρωτήσει τη γυναίκα του και δίχως να ψάξει να βρει την αλήθεια, κάλεσε τη μάνα του και της λέει:

-Πάρε τη γυναίκα μου και το παιδί της και πήγαινέ τους στην έρημο να τους φάνε τα όρνια.

Η γριά βασίλισσα ούτε που τόλμησε να ρωτήσει το γιατί. Ο γιος της ήταν τόσο θυμωμένος που δε σήκωνε λόγια. Έτσι, έσκυψε το κεφάλι της, πήρε τη γυναίκα με το παιδί και τους οδήγησε σ' απάτητο τόπο.

Έκλαιγε η όμορφη κόρη σαν έμεινε μόνη της στην άγρια ερημιά κι όλο έλεγε:

-Σπλαχνίσου με, Θεέ μου, που σε τίποτα δεν έφταιξα κι όμως τόσο άδικα πληρώνω. Μα, περισσότερο από μένα, λυπήσου το αγόρι μου, που είναι μικρό κι ανήμπορο.

Έτσι, με δάκρυα στα μάτια η όμορφη γυναίκα άρχισε να πλανιέται δίχως σκοπό. Ήταν βέβαιη πως ο θάνατος σε λίγο θα την πλησίαζε. Εκεί που βάδιζε, είδε μπροστά της ένα ποτάμι και γονάτισε να πιεί. Όμως καθώς έσκυβε για να σβήσει τη δίψα της, της γλίστρησε το παιδί που το είχε στον ώμο της κι έπεσε μέσα στο νερό. Πώς να το πιάσει η δύστυχη χωρίς χέρια; Έτσι, της πήρε το μωρό ο ποταμός κι εκείνη σωριάστηκε στην όχθη και παρακαλούσε το Θεό να πεθάνει, τώρα που η ζωή της δεν είχε πια αξία δίχως το παιδί. Εκεί λοιπόν που έκλαιγε, να 'σου δυο άντρες και παρουσιάζονται μπροστά της, σκύβουν και τη ρωτούν:

-Γιατί κλαις;

-Είχα ένα μωρό ενός χρόνου που το 'βαζα και καθόταν στον ώμο μου γιατί δεν έχω χέρια. Κι εκεί που έσκυβα να πιω νερό, μου έπεσε και το πήρε το ποτάμι.

-Θέλεις, γυναίκα, να σου φέρουμε πίσω το παιδί; ρώτησαν οι άνθρωποι.

-Και το ρωτάτε; Το θέλω ακόμα και πεθαμένο, να το θάψω μοναχή μου, αποκρίθηκε εκείνη.

Τότε οι άντρες γονάτισαν κι άρχισαν να προσεύχονται στο Θεό να δώσει πίσω στη γυναίκα το μωρό της. Κι άξαφνα τα ήσυχα νερά του ποταμού ταράχτηκαν, φούσκωσαν κι από μέσα τους ξεπετάχτηκε ζωντανό το παιδί. Βάλθηκε εκείνη να τους φιλά τα χέρια απ' τη χαρά. Τότε οι άντρες τη ρώτησαν πάλι.

-Θέλεις να σου δώσουμε πίσω τα κομμένα χέρια;

Και έπεσαν πάλι στη γη κι άρχισαν να προσεύχονται για τ' αδικοχαμένα χέρια της γυναίκας. Δεν πέρασε ώρα πολλή και να, η ωραία κοπέλα είχε αποκτήσει πάλι τα χέρια της.

-Ποιοι είστε, λοιπόν, τους ρώτησε γεμάτη έκπληξη, κι από πού έρχεστε με τόση καλοσύνη στην καρδιά;

-Κυρά, εμείς είμαστε οι δύο αγκωνιές του ψωμιού που κάποτε έδωσες στο ζητιάνο κι ήταν η αφορμή να μείνεις μισερή.

Η νέα γυναίκα τα 'χασε κι αφού τους ευχαρίστησε, τους ρώτησε:

-Και πού πάτε τώρα, καλοί μου άνθρωποι, να έρθω κι εγώ μαζί σας.

Κι εκείνοι την πήραν κοντά τους μαζί με το παιδί της και την οδήγησαν σε μια όμορφη πόλη, πάλι κοντά στον κόσμο. Εκεί η πεντάμορφη βρήκε ένα πλούσιο έμπορο που τον παντρεύτηκε κι έζησε μαζί του ευτυχισμένη.

Αυτή την ιστορία τη βρήκα στο βιβλίο:
"Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ασία)" της Αθηνάς Παπαδάκη, εκδ. Καστανιώτη, 1982.

Τρεις συμβουλές

Μία ιστορία των δερβίσηδων


Μια φορά κάποιος άνθρωπος έπιασε ένα πουλί.

"Δε σου χρησιμεύω σε τίποτε αιχμάλωτο", του λέει εκείνο. "Άσε με ελεύθερο και θα σου δώσω τρεις συμβουλές".

Το πουλί υποσχέθηκε την πρώτη συμβουλή ενόσω το κρατούσε ακόμα στο χέρι του ο άνθρωπος, τη δεύτερη μόλις πέταγε σ' ένα κλαδί, την τρίτη αφού έφτανε στην κορυφή ενός βουνού.

Ο άνθρωπος συμφώνησε και ζήτησε την πρώτη συμβουλή.

Το πουλί είπε: "Αν χάσεις κάτι, ακόμα κι αν το θεωρείς πολύτιμο όσο την ίδια τη ζωή, μην το μετανιώσεις".

Ο άνθρωπος άφησε το πουλί να πετάξει κι εκείνο πήδηξε σ' ένα κλαδί. Συνέχισε τώρα με τη δεύτερη συμβουλή:

"Μην πιστεύεις τίποτα που είναι αντίθετο με τη λογική, χωρίς αποδείξεις".

Ύστερα το πουλί πέταξε στην κορυφή ενός βουνού.
Από εκεί φώναξε:

"Δύστυχε άνθρωπε! Μέσα στην κοιλιά μου βρίσκονται δύο τεράστια πετράδια κι αν με είχες σκοτώσει, θα ήταν τώρα δικά σου!"

Ο άνθρωπος μόλο που στεναχωρήθηκε πολύ στην ιδέα του τι είχε χάσει, ρώτησε:

"Πες μου τουλάχιστον την τρίτη συμβουλή".

Το πουλί απάντησε:

"Ανόητος που είσαι να ζητάς κι άλλες συμβουλές τη στιγμή που δεν έδωσες σημασία στις δύο πρώτες! Σου είπα να μη στενοχωριέσαι για κάτι που χάθηκε και να μην πιστεύεις κάτι αντίθετο με τη λογική. Εσύ κάνεις και τα δύο τώρα. Πιστεύεις κάτι γελοίο και λυπάσαι γιατί έχασες κάτι! Δεν είμαι τόσο μεγάλο ώστε να χωράνε στην κοιλιά μου δύο τεράστια πετράδια. Είσαι ανόητος. Μείνε λοιπόν στα συνηθισμένα όρια που περιορίζεται ο άνθρωπος".

Το βρήκα στο βιβλίο:
"Ιστορίες των Δερβίσηδων", εκδ. Καστανιώτη, 1985.

Ο άνθρωπος που περπατούσε στο νερό

Μια ιστορία των δερβίσηδων

Κάποιος δερβίσης που ακολουθούσε κατά γράμμα όσα είχε μάθει, σπουδαγμένος σε μια αυστηρή θρησκευτική σχολή, περπατούσε μια μέρα σε μια ακροποταμιά.

Ο νους του ήταν στραμμένος στα ηθικά και σχολαστικά θέματα σύμφωνα με τις διδασκαλίες της σχολής των Σούφι που ανήκε. Θεωρούσε τη λατρεία και την ηθική της θρησκείας ίση και όμοια με την αναζήτηση της υπέρτατης αλήθειας.

Άξαφνα μια δυνατή φωνή διέκοψε τους συλλογισμούς του. Κάποιος επαναλάμβανε το κάλεσμα των δερβίσηδων.

"Ποιο το όφελος;" είπε με το νου του. "Ο άνθρωπος αυτός δεν προφέρει σωστά τις συλλαβές. Αντί να πει για χου λέει ου για χου ".

Ύστερα κατάλαβε πως είχε υποχρέωση σαν καλύτερος και προσεκτικότερος που ήταν, να διορθώσει αυτό το δυστυχισμένο που μπορεί να μην του είχε δοθεί άλλη ευκαιρία να μάθει και γι' αυτό έκανε ό,τι μπορούσε για να συνταιριάξει τους ήχους με τις γνώσεις του.

Νοίκιασε λοιπόν μια βάρκα κι έφτασε ως το νησάκι στη μέση του ποταμού, απ' όπου φαινόταν να έρχεται η φωνή.

Βρήκε έναν άνθρωπο καθισμένο σε μια καλαμένια καλύβα, ντυμένο με τα ρούχα του δερβίση, ν' ακολουθεί ρυθμικά με το σώμα τη μελωδία της αρχικής φράσης που επαναλάμβανε.

"Φίλε μου", είπε ο πρώτος δερβίσης, "προφέρεις λάθος τη φράση. Είναι καθήκον μου να σου το πω γιατί ανταμείβεται τόσο εκείνος που δίνει όσο κι εκείνος που δέχεται συμβουλές. Αυτός είναι ο τρόπος που το προφέρεις". Κι έπιασε και του εξήγησε.

"Σ' ευχαριστώ", αποκρίθηκε ταπεινά ο άλλος δερβίσης.

Ο πρώτος δερβίσης μπήκε ξανά στη βάρκα του όλο ικανοποίηση που είχε κάνει μια καλή πράξη. Λεγόταν άλλωστε ότι εκείνος που μπορούσε να επαναλάβει την ιερή φράση σωστά, μπορούσε να περπατήσει ακόμα και πάνω στα κύματα, κάτι που δεν είχε ποτέ του δει, μα πάντα ήλπιζε να κατορθώσει.

Δεν ακουγόταν τώρα τίποτα από την καλαμένια καλύβα, μα ήταν βέβαιος πως το μάθημα είχε πιάσει τόπο. Τότε άκουσε ένα φάλτσο γιου χα, καθώς ο δεύτερος δερβίσης ξανάλεγε τη φράση με τον παλιό του τρόπο.

Κι ενώ ο πρώτος δερβίσης συλλογιζόταν πώς διαστρεβλώνουν οι άνθρωποι τα πράγματα και πώς επιμένουν στο λάθος τους, αντίκρισε ξαφνικά ένα παράξενο θέαμα. Ο άλλος δερβίσης ερχόταν από το νησάκι προς το μέρος του περπατώντας πάνω στο νερό...

Ξαφνιασμένος, άφησε από τα χέρια του τα κουπιά. Ο δεύτερος δερβίσης πλησίασε και είπε:

"Αδερφέ, συγχώρα με που σε ανησυχώ, μα βγήκα να σε ρωτήσω πάλι τον τρόπο να προφέρω τη φράση γιατί δυσκολεύομαι να τη θυμηθώ".


Την ιστορία αυτή τη βρήκα στο βιβλίο:
"Ιστορίες των δερβισάδων"  από τις εκδόσεις Καστανιώτη, 1985.

Γιατί ο ήλιος και η σελήνη ζουν στον ουρανό

Μία παραδοσιακή ιστορία από την Αφρική


Πριν πολλά χρόνια ο ήλιος και το νερό ήταν πολύ καλοί φίλοι και ζούσαν μαζί πάνω στη γη.
Ο ήλιος συνήθιζε να επισκέπτεται συχνά το νερό, αλλά το νερό ποτέ δεν ανταπέδιδε τις επισκέψεις.

Στο τέλος, ο ήλιος ρώτησε το νερό γιατί δεν τον επισκεπτόταν. Το νερό απάντησε ότι το σπίτι του ήλιου δεν ήταν αρκετά μεγάλο κι ότι αν ερχόταν το νερό μαζί με όλους τους φίλους του, θα αναγκαζόταν ο ήλιος να βγει από το σπίτι του.

Το νερό τότε είπε "Αν θέλεις να σε επισκεφθώ, θα πρέπει να χτίσεις ένα πολύ μεγάλο σπίτι. Αλλά σε προειδοποιώ ότι θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλο, διότι οι φίλοι μου είναι πάρα πολλοί και χρειάζονται πολύ χώρο."

Ο ήλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πολύ μεγάλο σπίτι, και αμέσως μετά επέστρεψε σπίτι του, στη γυναίκα του, τη σελήνη, που τον υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Ο ήλιος είπε στη σελήνη τι είχε υποσχεθεί στο νερό, και την επόμενη μέρα άρχισαν να χτίζουν ένα τεράστιο σπίτι για να υποδεχτούν το νερό μαζί με όλους τους φίλους του.

Όταν ολοκληρώθηκε το σπίτι, ο ήλιος ζήτησε από το νερό να έρθει να τον επισκεφθεί.

Όταν έφτασε το νερό, ένας από τους ανθρώπους του φώναξε έξω τον ήλιο και τον ρώτησε αν ήταν αρκετά ασφαλές για το νερό να μπει, και ο ήλιος απάντησε:
"Ναι, πες στον φίλο μου να μπει μέσα".

Το νερό άρχισε να ρέει μέσα στο σπίτι ακολουθούμενο από τα ψάρια και όλα τα άλλα ζώα της θάλασσας.

Πολύ σύντομα το νερό έφτασε έως τα γόνατα μέσα στο σπίτι, και τότε ρώτησε τον ήλιο αν ήταν ακόμα ασφαλές, και ο ήλιος είπε ξανά "Ναι". Έτσι, μπήκαν ακόμα περισσότεροι μέσα.

Όταν το νερό έφτασε σε ύψος ενός ανθρώπου, ρώτησε τον ήλιο "Θέλεις να μπουν και άλλοι φίλοι μου;"

Χωρίς να ξέρουν τι πρόκειται να συμβεί, ο ήλιος και η σελήνη απάντησαν μαζί "Ναι". Έρχονταν και έρχονταν οι φίλοι του νερού μέχρι που ο ήλιος και η σελήνη αναγκάστηκαν να ανέβουν στη στέγη του σπιτιού.

Το νερό για μία ακόμη φορά ρώτησε τον ήλιο αν ήταν ακόμη σωστό να συνεχίσουν να μπαίνουν. Ο ήλιος και η σελήνη απάντησαν "Ναι", κι έτσι, όλο και περισσότεροι φίλοι του νερού έμπαιναν μέσα.

Το νερό σύντομα ξεχείλισε από τη  στέγη του σπιτιού, και ο ήλιος με τη σελήνη αναγκάστηκαν να φύγουν από κει και να πάνε στον ουρανό.

...κι εκεί ζουν από τότε.

Το βρήκα εδώ:
http://worldoftales.com/African_folktales/African_Folktale_10.html

Ο άνθρωπος που δεν έλεγε ποτέ του ψέματα

Μια ιστορία από την Αφρική


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας σοφός άνθρωπος με το όνομα Μάμαντ. Δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Όλοι στη χώρα, ακόμη και αυτοί που έμεναν είκοσι μέρες μακριά, ήξεραν γι' αυτόν.

Ο βασιλιάς άκουσε για τον Μάμαντ και διέταξε τους υποτακτικούς του να τον φέρουν στο παλάτι. Κοίταξε τον σοφό άνθρωπο και τον ρώτησε:

"Μάμαντ, είναι αλήθεια ότι δεν έχεις πει ποτέ σου ψέματα;"

"Αλήθεια είναι."

"Και δεν θα πεις ποτέ ψέματα σε όλη σου τη ζωή;"

"Είμαι σίγουρος γι' αυτό."

"Εντάξει, λέγε την αλήθεια, αλλά να προσέχεις! Το ψέμα είναι πανούργο και έρχεται στη γλώσσα εύκολα."

Πέρασαν αρκετές μέρες και ο βασιλιάς φώναξε τον Μάμαντ ακόμη μία φορά. Ήταν εκεί συγκεντρωμένο πλήθος: ο βασιλιάς θα πήγαινε για κυνήγι. Ο βασιλιάς κρατώντας το άλογό του από τη χαίτη, είχε το αριστερό του πόδι πάνω στον αναβολέα. Διέταξε τον Μάμαντ:

Πήγαινε στο παλάτι και πες στη βασίλισσα ότι θα έρθω να φάμε μαζί. Πες της να ετοιμάσει ένα πλούσιο τραπέζι. Θα φας κι εσύ μαζί μου."

Ο Μάμαντ υποκλίθηκε και πήγε στη βασίλισσα. Τότε ο βασιλιάς γέλασε και είπε:

"Δεν θα πάμε για κυνήγι και τώρα ο Μάμαντ θα πει ψέματα στη βασίλισσα. Αύριο θα γελάμε μαζί του."

Αλλά ο σοφός Μάμαντ πήγε στο παλάτι και είπε:

"Ίσως θα έπρεπε να ετοιμάσεις ένα πλούσιο τραπέζι για αύριο, αλλά ίσως δε θα έπρεπε.
Ίσως ο βασιλιάς επιστρέψει το μεσημέρι, αλλά μπορεί και όχι."

"Πες μου, θα έρθει ή όχι;" - ρώτησε η βασίλισσα.

"Δεν ξέρω αν έβαλε το δεξί του πόδι στον αναβολέα ή αν κατέβασε το αριστερό του πόδι στο έδαφος αφότου έφυγα."

Όλοι περίμεναν τον βασιλιά. Ήρθε την επόμενη μέρα και είπε στη βασίλισσα:

"Ο σοφός Μάμαντ, που δεν ψεύδεται ποτέ, σου είπε ψέματα χθες."

Όμως η βασίλισσα του είπε τι ακριβώς της είχε πει ο Μάμαντ. Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε ότι ο σοφός άνθρωπος δεν ψεύδεται ποτέ και λέει μόνο ό,τι έχει δει με τα ίδια του τα μάτια.

Το βρήκα εδώ:
http://worldoftales.com/African_folktales/African_Folktale_2.html

Βαθυκόκκινο λουλούδι

Ένα παραμύθι από τη Ρωσία

Μία φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ένας έμπορος ετοιμαζόταν να πάει ένα μακρινό ταξίδι. Αυτός ο έμπορος είχε τρεις κόρες και πριν φύγει, τις ρώτησε τι δώρο θα ήθελαν να τους φέρει όταν θα επέστρεφε από το ταξίδι. Η πρώτη κόρη ζήτησε μία χρυσή κορώνα και η δεύτερη ήθελε έναν κρυστάλλινο καθρέφτη. Η τρίτη κόρη ζήτησε μόνο το "μικρό βαθυκόκκινο λουλούδι".

Ο έμπορος ξεκίνησε για το ταξίδι του. Δεν του πήρε πολύ χρόνο να βρει ένα όμορφο χρυσό στέμμα και έναν εκλεκτό κρυστάλλινο καθρέφτη. Δυσκολευόταν όμως να βρει το τρίτο δώρο, το βαθυκόκκινο λουλούδι. Έψαχνε παντού, και αναζητώντας το βρέθηκε σε ένα μαγικό δάσος.
Βαθιά μέσα σε εκείνο το δάσος υπήρχε ένα παλάτι, και στην αυλή του ήταν ανθισμένο ένα όμορφο λουλούδι. Ο έμπορος πλησίασε το λουλούδι και συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν! Το βαθυκόκκινο λουλούδι! Πολύ προσεκτικά ο έμπορος έκοψε το λουλούδι που τόσο πολύ ήθελε η μικρότερη κόρη του.
Μόλις έκοψε το βαθυκόκκινο λουλούδι ήρθε αντιμέτωπος με ένα απαίσιο και φοβερό τέρας, που για αντάλλαγμα για το λουλούδι που έκοψε, του ζήτησε να στείλει μία από τις κόρες του βαθιά στο μαγεμένο δάσος για να ζήσει για πάντα μαζί με το τέρας.

Μόλις πήρε το βαθυκόκκινο λουλούδι η μικρότερη κόρη του εμπόρου, συμφώνησε να πάει στο τέρας. Ταξίδεψε μόνη μέσα στο δάσος και βρήκε το κάστρο όπου θα διέμενε για πάντα. Για ένα διάστημα ζούσε εκεί πολύ ευτυχισμένη. Το τέρας δεν είχε αποκαλυφθεί σε αυτή και τη γέμιζε καθημερινά με τρυφερότητα και δώρα. Άρχισε σιγά σιγά να γοητεύεται από τον αόρατο φύλακά της και μια μέρα ζήτησε να τον δει. Το τέρας διστακτικά υποχώρησε στην έκκλησή της και, όπως το περίμενε, αυτή ένιωσε αποστροφή μόλις τον είδε.

Εκείνη τη νύχτα το κορίτσι είδε ένα τρομακτικό όνειρο για τον πατέρα της, ότι ήταν πολύ βαριά άρρωστος. Παρακάλεσε το τέρας να την αφήσει, ώστε να μπορέσει να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της. Συγκινημένο από την έγνοια της το τέρας την άφησε αλλά με έναν όρο - ότι θα γύριζε πάλι σε αυτόν σε τρεις μέρες.
Το κορίτσι βρήκε τον πατέρα του και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο τέρας μέσα στον επιτρεπόμενο χρόνο. Όμως οι αδερφές της άλλαξαν την ώρα στα ρολόγια κάνοντάς την έτσι να επιστρέψει αργότερα.
Μόλις έφτασε εκεί το κορίτσι, τρόμαξε με αυτό που είδε. Το τέρας νεκρό κειτόταν κάτω κρατώντας σφιχτά στα χέρια του το βαθυκόκκινο λουλούδι της.
Συγκλονισμένο το κορίτσι έσφιξε στην αγκαλιά του το νεκρό τέρας και αποκάλυψε την αγάπη της γι' αυτόν.
Με αυτό που έκανε το κορίτσι, έλυσε χωρίς να το ξέρει τα μάγια, και το αγαπημένο της τέρας ξύπνησε και μεταμορφώθηκε σε έναν πανέμορφο πρίγκηπα.

...και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


Το βρήκα στη διεύθυνση:
http://russian-crafts.com/russian-folk-tales/crimson-flower-tale.html

Ο κυνηγός

Μία ιστορία από την Παλαιστίνη

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άντρας που ήταν κυνηγός και το όνομά του ήταν Κυνηγός. Μια μέρα πήγε για κυνήγι και βρήκε ένα ελάφι. Όταν σκόπευσε το ελάφι, αυτό εξαφανίστηκε. Κοίταξε γύρω του και είδε το ελάφι σε άλλο μέρος. Το σκόπευσε ξανά και ξαφνικά το ελάφι μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο.
Ο κυνηγός έμεινε έκπληκτος. Ο άνθρωπος πλησίασε τον Κυνηγό και του είπε: "Γιατί κυνηγάς πάντα ελάφια και πουλιά; Δε νομίζεις ότι έχουν κι αυτά ιδιοκτήτη;"
"Έχω να θρέψω την οικογένειά μου κι αυτό είναι η μόνη πηγή εσόδων μας." απάντησε ο Κυνηγός.
"Πόσο μεγάλη είναι η οικογένειά σου;" τον ρώτησε.
"Δύο αγόρια, ένα κορίτσι, η γυναίκα μου κι εγώ" απάντησε ο Κυνηγός "και με αυτόν τον τρόπο βγάζουμε το ψωμί μας."
"Καλά," είπε ο άντρας, "αν σου δώσω λεφτά, θα σταματήσεις το κυνήγι;"
"Φυσικά," είπε ο Κυνηγός, "εφόσον θα έχω λεφτά, δε θα κυνηγάω πια."
Τότε ο άντρας έβγαλε πενήντα δηνάρια και τα έδωσε στον Κυνηγό. "Προτού φύγεις, ποιο είναι το όνομά σου;" ρώτησε ο άντρας.
"Είμαι ο Κυνηγός, εσύ;" είπε ο Κυνηγός.
"Λέγε με Άμπνταλαχ" απάντησε ο άντρας, "κι έχω μια οικογένεια σαν τη δική σου".

Ο Κυνηγός πήγε σπίτι, καθάρισε το όπλο του και το κρέμασε στον τοίχο. Είπε στη γυναίκα του ότι δεν πρόκειται να ξανακυνηγήσει πλέον κι ότι ο Θεός του παραχώρησε μία πηγή χρημάτων. Όμως τα χρήματα δεν άργησαν να τελειώσουν, κι έτσι ο Κυνηγός πήρε πάλι το όπλο του και πήγε για κυνήγι.
Όταν έφτασε στο συνηθισμένο του σημείο, βρήκε το ελάφι στην ίδια θέση που το είχε βρει και την πρώτη φορά. Όταν το σκόπευσε, μεταμορφώθηκε στον Άμπνταλαχ.
"Δεν κάναμε μια συμφωνία;" ρώτησε ο Άμπνταλαχ.
Ναι, αλλά τα λεφτά τέλειωσαν" είπε ο Κυνηγός, "και πεθαίνουμε της πείνας".
"Βλέπεις εκείνο το βράχο;" είπε ο Άμπνταλαχ, "Όποτε με χρειάζεσαι, θα έρχεσαι σε αυτόν και θα λες, Ω, Αδερφέ μου, Άμπνταλαχ, και θα έρχομαι αμέσως." Έδωσε τότε στον Κυνηγό άλλα πενήντα δηνάρια.

Ο Κυνηγός ευχαριστημένος γύρισε σπίτι. Όταν έδωσε τα λεφτά στη γυναίκα του, αυτή θέλησε να μάθει πού τα βρήκε. Της είπε ότι συνάντησε αυτόν τον φίλο του, ο οποίος του υποσχέθηκε να τον βοηθάει πάντα και όποτε τον χρειάζονται. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πάει σε αυτό το βράχο και να τον φωνάξει.
"Είσαι τσιγκούνης!" είπε η γυναίκα του Κυνηγού, "'Έπρεπε να τον είχες καλέσει στο σπίτι μας, να φάμε όλοι μαζί και να στηρίξουμε αυτή τη φιλία."
Έτσι ο Κυνηγός πήγε πάλι στο βράχο και φώναξε τον Άμπνταλαχ. Αφού ζήτησε συγνώμη από τον Άμπνταλαχ που δεν τον προσκάλεσε σπίτι του, ο Άμπνταλαχ επέμενε ότι ο Κυνηγός και η οικογένειά του ήταν προσκαλεσμένοι πρώτα στο δικό του σπίτι. Αφού συμφώνησαν για τις οχτώ ακριβώς το πρωί, ο Κυνηγός πήγε σπίτι του να πει τα νέα στη γυναίκα του.

Ο Κυνηγός και η γυναίκα του πήγαν και αγόρασαν ένα δώρο και πήραν και τα παιδιά μαζί τους στο βράχο. Όταν πήγαν εκεί, βρήκαν τον Άμπνταλαχ και την οικογένειά του να περιμένουν. Κάθε μέλος της οικογένειας του Άμπνταλαχ καλωσόρισε έναν έναν από την οικογένεια του Κυνηγού και έσφιξαν τα χέρια.
Μέσα σε μια στιγμή είχαν βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο. Η οικογένεια του Άμπνταλαχ ετοίμασε το γλέντι και προσκάλεσε όλους τους γείτονες, οι οποίοι έφεραν δώρα και χρήματα στον Κυνηγό και την οικογένειά του. Αφού πέρασαν αρκετή ώρα εκεί, ο Κυνηγός και η οικογένειά του μάζεψαν τα δώρα και τα χρήματα και πήγαν σπίτι.
Είχαν αρκετά χρήματα να χτίσουν ένα ωραίο σπίτι. Λίγους μήνες μετά σε μία γιορτή ο Κυνηγός πήγε να επισκεφθεί το φίλο του. Όταν ο Άμπνταλαχ εμφανίστηκε, κράτησε το χέρι του Κυνηγού και σε μία μόνο στιγμή, βρέθηκαν σε ένα άλλο μέρος. Ο Άμπνταλαχ έδωσε στον Κυνηγό χίλια δηνάρια αυτή τη φορά.

Ο Κυνηγός πήρε τα χρήματα και πήγε σπίτι. Η γυναίκα του είπε πως τώρα έχουν αρκετά χρήματα να παντρέψουν τον μεγαλύτερο γιο τους. Βρήκαν ένα όμορφο κορίτσι γι' αυτόν και καθόρισαν την ημέρα του γάμου.
Φυσικά ο Κυνηγός προσκάλεσε τον Άμπνταλαχ και την οικογένειά του στο γάμο. Ο Άμπνταλαχ ζήτησε από τον Κυνηγό να ετοιμάσει ένα ξεχωριστό δωμάτιο γι' αυτόν και για άλλα είκοσι άτομα ακόμη και να μην αφήσει κανέναν να τους πλησιάσει.
Την ημέρα του γάμου όλοι στην πόλη ήταν καλεσμένοι και ο Κυνηγός είχε κάνει αυτό που του είχε ζητήσει ο Άμπνταλαχ. Οι άνθρωποι έβλεπαν τον Κυνηγό να μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο με γεμάτους δίσκους και να βγαίνει με άδεια χέρια ενώ δεν μπορούσαν να δουν κανέναν μέσα στο δωμάτιο.
Αφού έφυγαν όλοι, ο Άμπνταλαχ ρώτησε τον Κυνηγό αν μπορούσε να πάει και να δώσει στη νύφη τα δώρα της. Μπήκαν όλοι ένας ένας μέσα και η νύφη ήταν ενθουσιασμένη με τα κοσμήματα που την έφεραν. Πριν φύγει ο Άμπνταλαχ, είπε στον Κυνηγό ότι ήταν όλοι καλεσμένοι στο σπίτι του για όλη την εβδομάδα.

Δύο κλέφτες στην πόλη γνώριζαν πού βάζει η νύφη το κουτί με τα κοσμήματά της, και μπήκαν κρυφά στο σπίτι και πήραν τα κοσμήματα όταν ο Κυνηγός και η οικογένειά του βρίσκονταν στο σπίτι του Άμπνταλαχ.
Όταν ο Κυνηγός και η οικογένειά του επέστρεψαν στο σπίτι, ανακάλυψαν τη ληστεία. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Κυνηγός τώρα ήταν να ζητήσει τη βοήθεια του φίλου του Άμπνταλαχ. Ο Άμπνταλαχ τον παρηγόρησε και του είπε να πάει πίσω και να ανοίξει το κουτί.
Όταν ο Κυνηγός πήγε πίσω και άνοιξε το κουτί, βρήκε τα διπλά από τα κοσμήματα που ήταν σε αυτό.
Ο Άμπνταλαχ πήγε στον Κυνηγό και του είπε: "Την επόμενη φορά, αδερφέ μου, που θα έρθεις να μας επισκεφθείς, εμείς θα προστατέψουμε το σπίτι σου."


Το βρήκα στη διεύθυνση:
www.barghouti.com/folklore/stories/hunter.shtml

Ο ήλιος και η Σελήνη

Μία ιστορία από τις Φιλιππίνες


Μια φορά κι έναν καιρό ο Ήλιος και η Σελήνη ήταν σύζυγοι, και είχαν πολλά παιδιά που ήταν τα αστέρια. Ο Ήλιος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του, αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε να σφίξει κάποιο απ' αυτά στην αγκαλιά του, ήταν τόσο καυτός που τα έκαιγε.

Μια μέρα η Σελήνη πήγε κάτω στην πηγή να πλύνει, και φεύγοντας είπε στον ήλιο ότι δεν έπρεπε να αγγίξει κανένα από τα παιδιά τους όσο αυτή θα έλειπε. Όταν όμως επέστρεψε, είδε ότι δεν την υπάκουσε και πολλά από τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί.

Εξοργίστηκε τότε και σήκωσε ένα μπανανόδεντρο για να τον χτυπήσει, ενώ την ίδια στιγμή αυτός της πέταξε άμμο στο πρόσωπο, και γι' αυτό μπορείς ακόμα να δεις τα μαύρα σημάδια στο πρόσωπο της Σελήνης.

Ύστερα ο Ήλιος άρχισε να την κυνηγάει και αυτό συνεχίζεται από τότε. Ορισμένες φορές την πλησιάζει τόσο πολύ που σχεδόν την αγγίζει, αλλά πάλι αυτή ξεφεύγει και απομακρύνεται ξανά.


Το βρήκα στη διεύθυνση:
http://www.univie.ac.at/voelkerkunde/apsis/aufi/folk/folk-v01.htm